ενόχληση

ενόχληση
η (AM ἐνόχλησις) [ενοχλώ]
πρόκληση δυσαρέσκειας ή δυσφορίας
νεοελλ.
ελαφρός πόνος ή αδιαθεσία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ενόχληση — η 1. καθετί που ενοχλεί, στενοχώρια, δυσαρέσκεια. 2. ελαφρός σωματικός πόνος, σωματική δυσφορία: Στομαχικές ενοχλήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐνοχλήσῃ — ἐνοχλήσηι , ἐνόχλησις annoyance fem dat sg (epic) ἐνοχλέω trouble aor subj mid 2nd sg ἐνοχλέω trouble aor subj act 3rd sg ἐνοχλέω trouble fut ind mid 2nd sg ἐνοχλέω trouble aor subj mid 2nd sg ἐνοχλέω trouble aor subj act 3rd sg ἐνοχλέω trouble… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανία — (I) η (AM ἀνία) νεοελλ. η στενοχώρια και η κακοκεφιά που προκαλεί η έλλειψη οποιασδήποτε ασχολίας ή η μονότονη επανάληψη των ίδιων εντυπώσεων και παραστάσεων, πλήξη αρχ. ανησυχία, στενοχώρια, θλίψη, πόνος, ενόχληση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ.… …   Dictionary of Greek

  • πολιορκία — Σύνολο των επιχειρήσεων που γίνονται γύρω από μια οχυρή θέση, με σκοπό την άμεση κατάληψή της ή τον εξαναγκασμό της σε παράδοση. Μια π. απαιτεί τη χρήση όπλων, κατάλληλου υλικού και προπαρασκευές, εκτός από τη λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων για …   Dictionary of Greek

  • όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • ενόχλημα — το, ατος 1. ό,τι δημιουργεί ενόχληση, καθετί που ενοχλεί. 2. ενόχληση, δυσαρέστηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άνοχλος — ἄνοχλος, ον (Α) εκείνος που δεν ενοχλεί, που δεν εμποδίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + όχλος «ενόχληση»] …   Dictionary of Greek

  • άχθος — το (AM) βάρος, φορτίο μσν. φρ. «ἄχθη τῆς θαλάσσης» κήτη αρχ. 1. στενοχώρια, λύπη, βάρος 2. φρ. (για οκνηρούς και άχρηστους ανθρώπους) «ἄχθος ἀρούρης» ενόχληση, βάρος της γης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. άχθομαι. ΠΑΡ. αρχ. αχθεινός, αχθίζω. ΣΥΝΘ. αχθοφόρος,… …   Dictionary of Greek

  • αγγρισμός — ο (Μ ἀγγρισμός) [αγγρίζω] ερέθισμα, ενόχληση, πείραγμα νεοελλ. (για ζώα) γενετήσιος οργασμός …   Dictionary of Greek

  • αγκάθι — Όργανο του φυτού, αιχμηρό και σκληρό, που το προστατεύει από τους εχθρούς του, τα φυτοφάγα κυρίως ζώα, ενώ στα φυτά που ζουν σε θερμά και σκληρά κλίματα (κακτίδες, ευφορβιίδες κλπ.) ελαττώνει τη διαπνοή, περιορίζοντας την επιφάνεια. Προέρχεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”